- επιλοιδορώ
- ἐπιλοιδορῶ, -έω (Α)λοιδωρώ κάποιον για κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λοιδορώ — (Α λοιδορῶ, έω) υβρίζω, κακολογώ, σκώπτω, χλευάζω («τὸν ἀρχιερέα τοῡ Θεοῡ λοιδορεῑς», ΚΔ) αρχ. 1. επιπλήττω, επιτιμώ 2. μέσ. λοιδοροῡμαι, έομαι α) (με ενεργ. σημ.) κακολογώ, υβρίζω («μεθύων τε ταῑς πόρναισι λοιδορήσεται», Αριστοφ.) β) (ως… … Dictionary of Greek